Είμαι στη θέση του συνοδηγού.
Το βλέμμα μου χάνεται σε ατελείωτους ελαιώνες. Πραγματικά ατελείωτους. Ευλογημένος τόπος, ευλογημένα χώματα. Πλούσια. Λουσμένα στο φως.
Πίσω μου ακούω φωνές χαρούμενες. Ακούω το ραδιόφωνο από τη μία και τις φωνές τους από την άλλη που παίζουν. Φτιάχνουν ιστορίες, χασκογελάνε, μοιράζονται μυστικά, αδιαφορούν για τη σοβαρότητα, χλευάζουν το μέλλον και το τι μπορεί να επιφυλάσσει.
Έχουν εμάς να ανησυχούμε γι’αυτό. Συνέχεια ανάγνωσης «Αδέρφια»